- αμπέρ
- το(λ. γαλλ.), μονάδα για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμπέρ — (ampère). Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα ή σύστημα Τζόρτζι. Συμβολίζεται με το απλό σύμβολο Α, αλλά όταν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης συμβολίζεται με τη σύντμηση amp. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί αυτής της… … Dictionary of Greek
Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και … Dictionary of Greek
βολτ-αμπέρ — Μονάδα της φαινόμενης μέσης ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, που συμβολίζεται με VA. Η φαινόμενη μέση ισχύς φαιν. ορίζεται ως το γινόμενο της ενεργούς έντασης του ρεύματος σε αμπέρ με την ενεργό τάση στους πόλους του κυκλώματος σε βολτ ( φαιν. =… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
γαλβανόμετρο — Όργανο υψηλής ευαισθησίας για την ανίχνευση και τη μέτρηση ηλεκτρικών ρευμάτων ασθενούς έντασης. Αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία κατασκευών, όλοι οι τύποι των γ. στηρίζονται στη μέτρηση των μετατοπίσεων ενός κινητού συστήματος από τις δυνάμεις που … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
μικροαμπέρ — Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό του Αμπέρ (10 6 Α). Συμβολίζεται με μΑ. * * * το (ηλεκτρολ.) μονάδα έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος ίση με ένα εκατομμυριοστό τού αμπέρ και με σύμβολο μΑ. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μιλιαμπέρ — Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του Αμπέρ (10 3 Α). Συμβολίζεται με mA. * * * το μετρολ. μονάδα έντασης ηλεκτρικού ρεύματος ίση προς το ένα χιλιοστό τού αμπέρ, με σύμβολο mΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] … Dictionary of Greek